- προσηγορικώς
- Μεπίρρ. βλ. προσηγορικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσηγορικῶς — προσηγορικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… … Dictionary of Greek
ԱՌԱՍԱԿԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0292 Chronological Sequence: 13c մ. προσηγορικῶς apellative Հասարակաբար. արձակաբար. *Ոչ սփռէ մարգարէն զբանն առասականաբար ընդ ամենայն հրէաստան. Երզն. քեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)